Anonymous

φορτοβαστάκτης: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορτοβαστάκτης''': -ου, ὁ, φορτοφόρος, [[ἀχθοφόρος]], Σχόλ. εἰς Πλάτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρωταγόρας.
|lstext='''φορτοβαστάκτης''': -ου, ὁ, φορτοφόρος, [[ἀχθοφόρος]], Σχόλ. εἰς Πλάτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρωταγόρας.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[αχθοφόρος]], [[βαστάζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόρτος]] <span style="color: red;">+</span> [[βαστακτής]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαστάζω]])].
}}
}}