3,277,179
edits
(6_18) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρῡνολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· ([[λοχάω]])· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. [[ὄνομα]] ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1. | |lstext='''φρῡνολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· ([[λοχάω]])· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. [[ὄνομα]] ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πτηνό]]) αυτός που μαζεύει βατράχους, φρυνολοχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύνη]] / [[φρῦνος]] «[[βάτραχος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |||
}} | }} |