Anonymous

φλογόλευκος: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_17)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλογόλευκος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] φλογῶδες μεμιγμένον [[μετὰ]] λευκοῦ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 127· «φλογόλευκον, ἐρυθρόλευκον» Ἡσύχ.
|lstext='''φλογόλευκος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] φλογῶδες μεμιγμένον [[μετὰ]] λευκοῦ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 127· «φλογόλευκον, ἐρυθρόλευκον» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φλογόλευκος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] φλόγας η οποία αποκλίνει [[προς]] το [[λευκό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πυρακτωθεί ώσπου να πάρει [[λευκό]] [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> [[λευκός]].
}}
}}