Anonymous

φῦκος: Difference between revisions

From LSJ
2,448 bytes added ,  29 September 2017
45
(Autenrieth)
(45)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εος: [[sea]]-[[weed]], [[sea]]-[[grass]], Il. 9.7†.
|auten=εος: [[sea]]-[[weed]], [[sea]]-[[grass]], Il. 9.7†.
}}
{{grml
|mltxt=το / φῡκος, -ύκους και -ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα [[φύκη]]<br /><b>βοτ.</b> πολυποίκιλη [[ομάδα]] αυτότροφων οργανισμών, [[χωρίς]] αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν [[κατά]] κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή [[διαφοροποίηση]] τών ιστών και τών οργάνων τους, σε [[σύγκριση]] με τα βρυόφυτα και τα [[τραχεόφυτα]] (α. «η [[λίμνη]] [[είναι]] γεμάτη [[φύκη]]» β. «τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, [[ὅταν]] ἑκταραχθεῑσα τοῑς πνεύμασι τὰ [[βρύα]] καὶ τὸ φῡκος ἀναβάλλῃ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] φαιοφυκών που ανήκει στην [[τάξη]] φυκώδη, γνωστή και ως [[φουκώδη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψιμύθιο]] ερυθρού χρώματος, που παρασκευαζόταν από τα [[παραπάνω]] φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία αποτελούσε αρχικά ονομ. φυτού, πιθ. κάποιου είδους [[λειχήνα]] από τον οποίο παρασκεύαζαν ένα [[είδος]] κόκκινης βαφής, χρησιμοποιούμενης και για καλλωπισμό, από όπου και η σημ. «[[ψιμύθιο]]» της λ. Η παλαιότερη [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>p</i><i>ū</i><i>k</i> «[[βαφή]] για τα μάτια») η οποία είχε αρχικά τη σημ. «[[ψιμύθιο]]» και στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[φυτό]], δεν θεωρείται πιθανή, [[αφού]] [[άλλωστε]] και ο εβρ. τ. αναφερόταν σε ένα [[είδος]] μαύρης (και όχι ερυθρής) βαφής. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>fucus</i>)].
}}
}}