Anonymous

φωλίον: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_22)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωλίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φωλεός]], φωλεὰ ἀλώπεκος, ἡ ὀπὴ ἐν ᾗ διαμένει, Παυσ. 4. 18, 7.
|lstext='''φωλίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φωλεός]], φωλεὰ ἀλώπεκος, ἡ ὀπὴ ἐν ᾗ διαμένει, Παυσ. 4. 18, 7.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[φωλεός]] / [[φωλεά]]<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[φωλιά]], [[φωλίτσα]].
}}
}}