Anonymous

φυτοσπόρος: Difference between revisions

From LSJ
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui engendre, père.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[σπείρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui engendre, père.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[σπείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> (για [[πατέρα]]) αυτός που γεννά<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> αυτός που διαδίδει τη χριστιανική [[πίστη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη [[χρησιμοποίηση]] σπόρου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φυτοσπόρος]]<br />ο [[πατέρας]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ φυτοσπόροι</i><br />α) προπάτορες<br />β) <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[θέση]] ή [[αξίωμα]]) προκάτοχοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>σπορος</i>].
}}
}}