Anonymous

χαριτοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]], [[βλέφαρον]].
|btext=ος, ον :<br />aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]], [[βλέφαρον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαριτοβλέφαρον</i> [[φυτό]] που χρησίμευε για την [[παρασκευή]] φίλτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἰο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>].
}}
}}