Anonymous

χλάδω: Difference between revisions

From LSJ
1,176 bytes added ,  29 September 2017
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> κέχλαδον, <i>part. ao.2</i> κεχλαδώς;<br />bouillonner.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καχλάζω]].
|btext=<i>ao.2</i> κέχλαδον, <i>part. ao.2</i> κεχλαδώς;<br />bouillonner.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καχλάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[χλάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[φουσκώνω]] από [[έπαρση]] ή από [[χαρά]]<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) α) [[αναβράζω]], [[κοχλάζω]]<br />β) (γενικά) [[θροΐζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμάρτυρος τ. ενεστώτα, άγνωστης ετυμολ., τον οποίο υποθέτουμε με [[βάση]] τον τ. παρακμ. <i>κέχλᾱδα</i>, [[καθώς]] και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>κεχληδέναι</i><br /><i>ψοφεῖν</i>, <i>προσλαλεῖν</i>. Η [[μορφή]] [[χλάζω]] θεωρείται πιθανότερη από ό,τι μια [[μορφή]] [[χλάδω]] (<b>πρβλ.</b> και τους ενεστ. <i>κρά</i>-<i>ζω</i>, <i>κρί</i>-<i>ζω</i>, που [[επίσης]] δηλώνουν ήχους). Ο τ. [[χλάζω]], [[τέλος]], θα μπορούσε να παραβληθεί με τον ενεστ. <i>κα</i>-[[χλάζω]], ο [[οποίος]] εμφανίζει επιτατικό ενεστωτικό διπλασιασμό].
}}
}}