Anonymous

χλῆδος: Difference between revisions

From LSJ
1,139 bytes added ,  29 September 2017
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />décombres, débris, ordures.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=ου (ὁ) :<br />décombres, débris, ordures.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
{{grml
|mltxt=και χληδός, ὁ, Α<br />[[λάσπη]] με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει [[ποταμός]] ή [[χείμαρρος]] («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. [[χλέος]], που εμφανίζει την [[ίδια]] σημ. και το ίδιο αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]]. Ωστόσο, οι τ. παραμένουν δυσερμήνευτοι από μορφολογική [[άποψη]], [[εκτός]] από το [[επίθημα]] με οδοντικό -<i>δ</i>-, το οποίο [[είναι]] δυνατόν ίσως να διακρίνει [[κανείς]] στον τ. [[χλῆδος]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. με το αρχ. σλαβ. <i>glĕnŭ</i> «[[πηλός]], [[κολλώδης]] [[υγρασία]]» και άλλους σλαβ. τ. δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}