Anonymous

χολάς: Difference between revisions

From LSJ
2,074 bytes added ,  29 September 2017
46
(Autenrieth)
(46)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=άδος: pl., [[bowels]], [[intestines]], Il. 4.526 and Il. 21.181.
|auten=άδος: pl., [[bowels]], [[intestines]], Il. 4.526 and Il. 21.181.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[χολλάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αί χολάδες</i> και <i>χολλάδες</i><br />α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα [[μέσφι]] τοῡ τυφλοῡ χολάδες [[ἐπίκλην]]», Αρετ.)<br />β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) α) η [[μεταξύ]] του στηθικού χόνδρου και τών πλευρών [[κοιλότητα]]<br />β) (στην αρχ. Αραβία) [[είδος]] σμαράγδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος, ο [[οποίος]] απαντά αρχικά στον πληθ. <i>χολάδες</i> (όπως συμβαίνει και με άλλους όρους της ανατομίας, <b>πρβλ.</b> <i>χιράδες</i>, γαλλ. <i>les estomacś</i>) και [[υστερογενώς]] στον εν. [[χολάς]] και έχει σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>-<i>ond</i>- «[[στομάχι]], έντερα» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>želud</i>-<i>ŭkŭ</i>, ρωσ. <i>želudok</i> «[[στομάχι]]») με ετεροιωμένο το [[φωνήεν]] του θ. και συνεσταλμένο το [[φωνήεν]] της κατάλ. (<i>χολ</i>-<i>άδ</i>-<i>ες</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ghol</i>-<i>nd</i>-). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[χολάς]] απαντά και ο αττ. τ. [[χολλάς]], με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Μ<br />([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «τὸ [[στίμμι]], ὅ δηλοῑ τὸν καὶ παρὰ τοῑς παλαιοῑς καὶ παρὰ τοῑς [[ἄρτι]] δὲ χολᾱν, ὅν κόχλον ἡ γυναικεία [[γλῶσσα]] φιλεῑ καλεῑν».
}}
}}