Anonymous

χρέμυς: Difference between revisions

From LSJ
1,050 bytes added ,  29 September 2017
46
(6_22)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρέμυς''': -υος, ὁ, καὶ [[κρέμυς]], [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] καλούμενος καὶ [[λιθοκέφαλος]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 278· - πρβλ. [[χρόμις]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χρέμυς]] (ἐν τῷ κειμένῳ χρεμύς)· ὁ [[ὀνίσκος]] ἰχθύς».
|lstext='''χρέμυς''': -υος, ὁ, καὶ [[κρέμυς]], [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] καλούμενος καὶ [[λιθοκέφαλος]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 278· - πρβλ. [[χρόμις]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χρέμυς]] (ἐν τῷ κειμένῳ χρεμύς)· ὁ [[ὀνίσκος]] ἰχθύς».
}}
{{grml
|mltxt=και [[κρέμυς]], -υος, και χρεμύς, -ύος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> θαλασσινό [[ψάρι]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[ὀνίσκος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χρεμ</i>- της απαθούς βαθμίδας της ρίζας του ρ. [[χρεμετίζω]] και αποτελεί [[είτε]] αρχ. παρ. με κατάλ. -<i>υς</i> [[είτε]] νεώτερο σχηματισμό, [[κατά]] τα <i>χέλ</i>-<i>υς</i>, <i>ἐμ</i>-<i>ύς</i>. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, όπως υποδηλώνει και η [[εναλλαγή]] στο αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] στους τ. [[χρέμυς]] και [[κρέμυς]]. Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω τών ήχων που πιστευόταν ότι εκβάλλει].
}}
}}