3,277,121
edits
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(τό) :<br />τὸ [[αἰδοῖον]] (Hsch).<br />'''Étymologie:''' pê apparenté à [[χῖδρον]] (on aurait alors la même métaphore que pour [[κριθή]]) - une autre glose d’Hsch rapproche de la « barbe hérissée de l’épi de blé » (cf. ἄρκηλα, [[βρύσσος]]). | |btext=(τό) :<br />τὸ [[αἰδοῖον]] (Hsch).<br />'''Étymologie:''' pê apparenté à [[χῖδρον]] (on aurait alors la même métaphore que pour [[κριθή]]) - une autre glose d’Hsch rapproche de la « barbe hérissée de l’épi de blé » (cf. ἄρκηλα, [[βρύσσος]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄνομα]] δειλόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η [[ακριβής]] σημ. της οποίας δεν [[είναι]] γνωστή. Η λ. [[χίδρυ]] από μορφολογική [[άποψη]] θυμίζει τον τ. [[χῖδρον]] «χλωρό [[σιτάρι]]». Παρλλ. υπάρχει μια [[σειρά]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: [[χίδαλον]], [[χίδαδον]], [[χιδά]], [[χιδαλέον]], οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην [[περίπτωση]] αυτή, οι σημ. τών [[χίδαλον]]<br /><i>ἀντὶ τοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κίδαλον]]>- τὸ [[αἰδοῖον]] και [[χίδαδον]]<br /><i>τὸ [[παιδίον]] θα οδηγούσαν στο [[συμπέρασμα]] ότι ο τ. [[χίδρυ]] έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη [[σχέση]] μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «[[σιτάρι]]» του τ. [[χῖδρον]] <b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της λ. [[κριθή]] για να δηλωθεί το ανδρικό [[μόριο]]). Η [[σύνδεση]] τών τ. [[χιδά]]<br /><i>φρικτή</i> και [[χιδαλέον]]·...<i>πεφρικός</i> με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. [[χῖδρον]] «[[σιτάρι]]» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια [[αναφορά]] στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών [[παραπάνω]] τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. αυτών με τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[κίδαλον]]<br />[[κρόμμυον]] [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική]. | |||
}} | }} |