Anonymous

ἀγανάκτησις: Difference between revisions

From LSJ
2
(strοng)
(2)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ἀγανακτέω]]; [[indignation]]: [[indignation]].
|strgr=from [[ἀγανακτέω]]; [[indignation]]: [[indignation]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγανάκτησις:''' -εως, ἡ ([[ἀγανακτέω]]), [[εκνευρισμός]], [[οργή]], [[ερεθισμός]]· λέγεται για τον ερεθισμό που προκαλείται από την οδοντοφυΐα, σε Πλάτ.· μεταφ., ἀγανάκτησιν [[ἔχει]], παρέχει δίκαιη [[αφορμή]] για [[ενόχληση]] ή [[δυσαρέσκεια]], σε Θουκ.
}}
}}