3,273,762
edits
(strοng) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[ἀγανακτέω]]; [[indignation]]: [[indignation]]. | |strgr=from [[ἀγανακτέω]]; [[indignation]]: [[indignation]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγανάκτησις:''' -εως, ἡ ([[ἀγανακτέω]]), [[εκνευρισμός]], [[οργή]], [[ερεθισμός]]· λέγεται για τον ερεθισμό που προκαλείται από την οδοντοφυΐα, σε Πλάτ.· μεταφ., ἀγανάκτησιν [[ἔχει]], παρέχει δίκαιη [[αφορμή]] για [[ενόχληση]] ή [[δυσαρέσκεια]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |