Anonymous

ἀγκυλοχήλης: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀγκῠλοχήλης) -ου<br />[[de garras corvas o ganchudas]] αἰγυπιοί Hes.<i>Sc</i>.405, [[βυρσαίετος]] Ar.<i>Eq</i>.197, 204.
|dgtxt=(ἀγκῠλοχήλης) -ου<br />[[de garras corvas o ganchudas]] αἰγυπιοί Hes.<i>Sc</i>.405, [[βυρσαίετος]] Ar.<i>Eq</i>.197, 204.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκῠλοχήλης:''' -ου, ὁ ([[χηλή]]), αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια ή οπλές, σε Βατραχομ.
}}
}}