Anonymous

ἀγχοτάτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(Bailly1_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἀγχοῦ]].
|btext=v. [[ἀγχοῦ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχοτάτω:''' επίρρ., υπερθ. του [[ἀγχοῦ]], όπως το [[ἄγχιστα]], εγγύτατα, [[πάρα]] [[πολύ]] κοντά· με γεν. σε Ηρόδ.· [[ἀγχοτάτω]] τινός, [[πολύ]] κοντά, δηλ. παρόμοια προς κάποιον, στον ίδ.· επίσης, <i>τινί</i>, στον ίδ.· οἱ [[ἀγχοτάτω]] προσήκοντες, οι πιο κοντινοί, οι πιο στενοί συγγενείς, στον ίδ.· επίσης, [[ἀγχότατα]] ἔχειν τινός, είμαι [[πανομοιότυπος]] με κάποιον, στον ίδ.
}}
}}