Anonymous

ἄδηλος: Difference between revisions

From LSJ
1,531 bytes added ,  30 December 2018
2
(T22)
(2)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[δῆλος]]), [[not]] [[manifest]]: [[indistinct]], [[uncertain]], [[obscure]]: [[φωνή]], [[Hesiod]] [[down]].) (Cf. [[δῆλος]], at the [[end]]; Schmidt, [[chapter]] 130.)  
|txtha=([[δῆλος]]), [[not]] [[manifest]]: [[indistinct]], [[uncertain]], [[obscure]]: [[φωνή]], [[Hesiod]] [[down]].) (Cf. [[δῆλος]], at the [[end]]; Schmidt, [[chapter]] 130.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄδηλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> μη [[φανερός]] ή [[άγνωστος]], [[άσημος]], [[σκοτεινός]], [[δυσνόητος]], σε Ησίοδ., Σοφ., Πλάτ. <b>II. α)</b> λέγεται για πράγματα, <i>ἄδηλοι θάνατοι</i>, θάνατοι από άγνωστο [[χέρι]], σε Σοφ.· ἄδηλη [[ἔχθρα]], [[κρυφή]] [[έχθρα]], σε Θουκ.· ῥεῖ [[πᾶν]] ἄδηλον, όλα διαρρέουν στο [[μηδέν]], σε Σοφ.· <i>ἄδηλός τινι</i>, [[αόρατος]], [[απαρατήρητος]] σε κάποιον, σε Ξεν. <b>β)</b> ουδ. <i>ἄδηλόν</i> (<i>ἐστιν</i>) <i>εἰ..</i>., [[ὅτι]]..., είναι αμφίβολο εάν..., είναι άγνωστο ότι..., σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και <i>ἄδηλον μή..</i>., στον ίδ.· απόλ. <i>ἄδηλον ὄν</i>, με το να είναι αβέβαιο, σε Θουκ.· ομοίως και ἐν ἀδηλοτέρῳ [[εἶναι]], σε Ξεν. <b>γ)</b> [[ἄδηλος]], [[συχνά]] σε [[συμφωνία]] με το υποκ. (όπως το <i>δίκαιός εἰμι</i>), <i>παῖδες ἄδηλοι ὁποτέρων = ἄδηλόν ἐστιν ὁποτέρων παῖδές εἰσιν</i>, σε Λυσ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-λως</i>, [[κρυφά]], σε Θουκ.· υπερθ. <i>-ότατα</i>, στον ίδ.
}}
}}