Anonymous

αἴγλη: Difference between revisions

From LSJ
2
(Autenrieth)
(2)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[radiance]], [[gleam]]; of [[daylight]], Od. 6.45; of [[sun]] and [[moon]]; of weapons, Il. 2.458.
|auten=[[radiance]], [[gleam]]; of [[daylight]], Od. 6.45; of [[sun]] and [[moon]]; of weapons, Il. 2.458.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἴγλη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> φως ήλιου, [[ακτινοβολία]], [[λάμψη]], [[λαμπρότητα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] [[απλώς]] το φως της ημέρας· λευκὴ [[αἴγλη]], στο ίδ.· εἰς αἴγλαν [[μολεῖν]], ήλθε στο φως, δηλ. γεννήθηκε, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] είδους εκτυφλωτικό, αστραφτερό φως, [[λάμψη]], [[γυαλάδα]], [[στιλπνότητα]], [[ακτινοβολία]]· [[αἴγλη]] χαλκοῦ, η [[λάμψη]] του στιλπνού χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}