Anonymous

ἀδύνατος: Difference between revisions

From LSJ
2
(T22)
(2)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[δύναμαι]]) (from [[Herodotus]] [[down]]);<br /><b class="num">1.</b> [[without]] [[strength]], [[impotent]]: τοῖς [[ποσί]], [[δυνατός]]).<br /><b class="num">2.</b> [[impossible]] (in [[contrast]] [[with]] δυνατόν): [[παρά]] τίνι, for ([[with]]) anyone, τό [[ἀδύνατος]] [[τοῦ]] νόμου '[[what]] the [[law]] could [[not]] do' ([[this]] God effected by, etc.; (others [[take]] τό [[ἀδύνατος]] [[here]] as nominative [[absolutely]], cf. Buttmann, 381 (326); Winer's Grammar, 574 (534); Meyer or Gifford at the [[passage]])), Hebrews 11:6.
|txtha=([[δύναμαι]]) (from [[Herodotus]] [[down]]);<br /><b class="num">1.</b> [[without]] [[strength]], [[impotent]]: τοῖς [[ποσί]], [[δυνατός]]).<br /><b class="num">2.</b> [[impossible]] (in [[contrast]] [[with]] δυνατόν): [[παρά]] τίνι, for ([[with]]) anyone, τό [[ἀδύνατος]] [[τοῦ]] νόμου '[[what]] the [[law]] could [[not]] do' ([[this]] God effected by, etc.; (others [[take]] τό [[ἀδύνατος]] [[here]] as nominative [[absolutely]], cf. Buttmann, 381 (326); Winer's Grammar, 574 (534); Meyer or Gifford at the [[passage]])), Hebrews 11:6.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀδύνᾰτος:''' [ῠ], -ον·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι [[ανίκανος]], δεν [[μπορώ]], δεν [[δύναμαι]] να πράξω [[κάτι]]· με απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αδύναμος]], [[ανίσχυρος]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀδύνατοι</i>, αυτοί που κατάντησαν ανίκανοι στρατιωτικής υπηρεσίας λόγω ασθένειας ή φτώχειας, ανίκανοι, σακάτηδες, σε Αισχίν. κ.λπ.· [[ἀδύνατος]] χρήμασι, [[φτωχός]], σε Θουκ.· <i>εἴς τι</i>, σε Πλάτ.· λέγεται και για πλοία, αυτά που κατέστησαν ανίκανα για [[πλεύση]] λόγω βλάβης, σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀδύνατον</i>, [[έλλειψη]] δύναμης, [[αδυναμία]], σε Πλάτ.· <i>τὰ ἀδύνατα</i>, ελλείψεις, ανικανότητες, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται επίσης και για πράγματα που δεν μπορούν, είναι αδύνατον να γίνουν, για πράγματα ακατόρθωτα, ανέφικτα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀδύνατόν</i> ή <i>ἀδύνατά</i> (<i>ἐστι</i>), είναι αδύνατον, ακατόρθωτο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τὸἀδύνατον</i>, [[αδυναμία]], το ανέφικτο, στον ίδ.· <i>τολμᾶν ἀδύνατα</i>, <i>ἀδυνάτων ἐρᾶν</i>, σε Ευρ.
}}
}}