3,271,127
edits
(2) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[αἰχμάλωτος]], -ον)<br />(στα αρχ. [[επίθετο]], στα νεοελλ. με ουσιαστική [[κυρίως]] [[χρήση]]) αυτός που συλλαμβάνεται σε [[μάχη]] ή που [[μόνος]] του παραδίνεται στον εχθρό<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[δούλος]], [[σκλάβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αυτοβουλία]], εξαρτημένος, [[υποτελής]], [[υποχείριος]], [[δέσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέγεται και για πράγματα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ αἰχμάλωτα</i>, [[λεία]], [[λάφυρα]]<br /><b>3.</b> [[αἰχμαλωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰχμὴ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἁλωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἁλίσκομαι]] (<b>βλ. λ.</b> [[αιχμή]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αἰχμαλῶ</i>, [[αἰχμαλωσία]], [[αἰχμαλωτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰχμαλωτικός]], [[αἰχμαλωτεύω]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[αἰχμάλωτος]], -ον)<br />(στα αρχ. [[επίθετο]], στα νεοελλ. με ουσιαστική [[κυρίως]] [[χρήση]]) αυτός που συλλαμβάνεται σε [[μάχη]] ή που [[μόνος]] του παραδίνεται στον εχθρό<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[δούλος]], [[σκλάβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αυτοβουλία]], εξαρτημένος, [[υποτελής]], [[υποχείριος]], [[δέσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέγεται και για πράγματα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ αἰχμάλωτα</i>, [[λεία]], [[λάφυρα]]<br /><b>3.</b> [[αἰχμαλωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰχμὴ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἁλωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἁλίσκομαι]] (<b>βλ. λ.</b> [[αιχμή]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>αἰχμαλῶ</i>, [[αἰχμαλωσία]], [[αἰχμαλωτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰχμαλωτικός]], [[αἰχμαλωτεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰχμάλωτος:''' [ᾰ]-ον<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει κατακτηθεί, κυριευθεί μέσω της λόγχης ή του [[δόρατος]], αυτός που έχει συλληφθεί [[αιχμάλωτος]] σε καιρό πολέμου, αυτός που έχει απαχθεί ως [[δούλος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>αἰχμάλωτον λαμβάνειν</i>, <i>ἄγειν</i>, [[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Ξεν.· <i>αἰχμάλωτον [[γίγνεσθαι]]</i>, συλλαμβάνομαι, στον ίδ.· <i>τὰ αἰχμάλωτα</i>, [[λάφυρα]], [[λεία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[αἰχμαλωτικός]]· [[δουλοσύνη]] [[αἰχμάλωτος]], [[αιχμαλωσία]], [[δουλεία]], τέτοια όπως αυτή που περιμένει τον αιχμάλωτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |