Anonymous

ἀκαλήφη: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκαλήφη]] και ἀκαλύφη), αγαλήπα, -η, (α)κάληφας, ο<br /><b>1.</b> η [[μέδουσα]] των Σκυμοζώων.<br /><b>2.</b> <b>Βοτ.</b> <b>βλ.</b> [[ακαλύφη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κνίδη]], [[τσουκνίδα]]<br />«ποιοῡν κνισμὸν τοῑς συνάγουσι» (<b>Αριστοτ.</b> Ζώων Ιστ. 531 Α 31), «[[ἀκαλήφη]] ἀττικῶς, [[κνίδη]] ἐλληνικῶς» (Μοίρις)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[σκληράδα]], η [[τραχύτητα]]<br />«ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι» (<b>Αριστοφ.</b> Σφήκες, 884).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ., φανερή [[είναι]] μόνο η [[επίδραση]] (μορφολογική, σημασιολογική) λέξεων παραγώγων της ρίζας <i>ἀκ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[ἄκανθα]]), ενώ η [[άποψη]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως φαίνεται αναπόδεικτη. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=η (Α [[ἀκαλήφη]] και ἀκαλύφη), αγαλήπα, -η, (α)κάληφας, ο<br /><b>1.</b> η [[μέδουσα]] των Σκυμοζώων.<br /><b>2.</b> <b>Βοτ.</b> <b>βλ.</b> [[ακαλύφη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κνίδη]], [[τσουκνίδα]]<br />«ποιοῡν κνισμὸν τοῑς συνάγουσι» (<b>Αριστοτ.</b> Ζώων Ιστ. 531 Α 31), «[[ἀκαλήφη]] ἀττικῶς, [[κνίδη]] ἐλληνικῶς» (Μοίρις)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[σκληράδα]], η [[τραχύτητα]]<br />«ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι» (<b>Αριστοφ.</b> Σφήκες, 884).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ., φανερή [[είναι]] μόνο η [[επίδραση]] (μορφολογική, σημασιολογική) λέξεων παραγώγων της ρίζας <i>ἀκ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[ἄκανθα]]), ενώ η [[άποψη]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως φαίνεται αναπόδεικτη. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκᾰλήφη:''' ἡ, [[τσουκνίδα]], Λατ. urtῑca, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
}}