Anonymous

αἰτία: Difference between revisions

From LSJ
2,507 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[αἰτία]])<br /><b>1.</b> ο βαθύτερος, ο [[ουσιαστικός]] [[λόγος]] για τον οποίο συμβαίνει [[κάτι]], αναγκαία [[προϋπόθεση]], [[αίτιο]]<br /><b>2.</b> [[κίνητρο]], [[ελατήριο]], [[αφορμή]], [[ευκαιρία]] (και αρχ. συνεκδοχικά, [[θέμα]], [[υπόθεση]] άσματος)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ αιτίας», [[ένεκα]], για τον λόγο (ότι)...<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόφαση]], [[δικαιολογία]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]], [[κατηγορία]] («μη μού ρίχνεις την [[αιτία]]»)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[προδιάθεση]] για [[αρρώστια]] και <b>συνεκδ.</b> [[αρρώστια]], [[πάθηση]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[αίτιος]], [[πρόξενος]], [[δημιουργός]]<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> [[κάθε]] τυχαίο [[γεγονός]] που προξενεί νομικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]], [[ψόγος]], [[μομφή]]<br /><b>2.</b> το [[σφάλμα]], η [[ευθύνη]], η [[ενοχή]] που περιέχονται σε μια [[κατηγορία]], [[έγκλημα]]<br /><b>3.</b> (για δικανικούς λόγους) ύβρις, [[λοιδορία]] [[χωρίς]] αποδεικτικά στοιχεία (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τον έλεγχο)<br /><b>4.</b> (με καλή [[σημασία]]) [[φήμη]], [[τιμή]], «καλό όνομα»<br /><b>5.</b> αγαθή [[ενέργεια]] ή το αποτέλεσμά της<br /><b>6.</b> [[επίπληξη]], [[νουθεσία]], [[σύσταση]]<br /><b>7.</b> το [[κεφάλαιο]], το [[τμήμα]] μιας κατηγορίας στο οποίο υπάγεται [[κάτι]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «αἰτίαν ἔχω ή [[φεύγω]] τινός», κατηγορούμαι για [[κάτι]]<br />«αἰτίαν ἔχω ὑπό τινος» (και «[[λαμβάνω]] ἀπό τινος»), κατηγορούμαι από κάποιον «αἰτίαν [[ὑπέχω]]», βρίσκομαι υπό κατηγορίαν «ἐν αἰτίᾳ ἔχω ή [[βάλλω]] τινὰ (ή δι' αἰτίας ἔχω τινά») [[κατηγορώ]], [[κηρύσσω]] ένοχο κάποιον «τὴν αἰτίαν [[ἐπιφέρω]] τινί» [[ρίχνω]] το [[σφάλμα]], την [[ευθύνη]] σε κάποιον «[[ἀπολύω]] τῆς αἰτίας», [[απαλλάσσω]] από την [[κατηγορία]]' «αἰτίᾳ», για «[[χάρη]]», «[[προς]] [[χάριν]]» κάποιου<br />«αἰτίαι κοιναί», [[καταγγελία]] για [[δημόσια]] αδικήματα<br />«αἰτίαι ἴδιαι», [[καταγγελία]] για αδικήματα ιδιωτικής φύσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἰτία]] προέρχεται [[είτε]] από [[ουσιαστικοποίηση]] του θηλυκού του έπιθ. [[αἴτιος]] [[είτε]] απευθείας από τη λ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]], [[μερίδιο]]» (<span style="color: red;"><</span> [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]»), απ' όπου και τα <i>αἷσα</i>, [[αἴτιος]] και <i>αἰτῶ</i> <b>βλ. λ.</b> Οποιαδήποτε κι αν [[είναι]] η ετυμολ. προέλευσή της, αρχικά η λ. [[αἰτία]] (όπως και το [[αἴτιος]]) θα σήμαινε «τη [[λήψη]] μέρους, μεριδίου από [[κάτι]]», άρα «τη [[συμμετοχή]], την [[ευθύνη]] για [[κάτι]]». Από την τελευταία αυτή σημ., που μαρτυρείται στον Πίνδαρο, τους Τραγικούς και άλλους αρχαίους συγγραφείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως [[δικανικός]] όρος σημαίνοντας «την [[κατηγορία]]», ως [[φιλοσοφικός]] με τη σημ. «[[αίτιο]], η προκαλούσα [[αιτία]]» (που [[είναι]] και η σημ. που τελικά υπερίσχυσε και αποτελεί τη σημερινή σημ. της λέξεως) και, [[τέλος]], ως [[ιατρικός]] όρος σημαίνοντας «την [[ασθένεια]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰτιώδης]], <i>αἰτιῶμαι</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰτίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιτιάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιτιολογώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἰτιώνυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιτιαρχία]], [[αιτιοκρατία]]].
|mltxt=η (Α [[αἰτία]])<br /><b>1.</b> ο βαθύτερος, ο [[ουσιαστικός]] [[λόγος]] για τον οποίο συμβαίνει [[κάτι]], αναγκαία [[προϋπόθεση]], [[αίτιο]]<br /><b>2.</b> [[κίνητρο]], [[ελατήριο]], [[αφορμή]], [[ευκαιρία]] (και αρχ. συνεκδοχικά, [[θέμα]], [[υπόθεση]] άσματος)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εξ αιτίας», [[ένεκα]], για τον λόγο (ότι)...<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόφαση]], [[δικαιολογία]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]], [[κατηγορία]] («μη μού ρίχνεις την [[αιτία]]»)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[προδιάθεση]] για [[αρρώστια]] και <b>συνεκδ.</b> [[αρρώστια]], [[πάθηση]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[αίτιος]], [[πρόξενος]], [[δημιουργός]]<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> [[κάθε]] τυχαίο [[γεγονός]] που προξενεί νομικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]], [[ψόγος]], [[μομφή]]<br /><b>2.</b> το [[σφάλμα]], η [[ευθύνη]], η [[ενοχή]] που περιέχονται σε μια [[κατηγορία]], [[έγκλημα]]<br /><b>3.</b> (για δικανικούς λόγους) ύβρις, [[λοιδορία]] [[χωρίς]] αποδεικτικά στοιχεία (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τον έλεγχο)<br /><b>4.</b> (με καλή [[σημασία]]) [[φήμη]], [[τιμή]], «καλό όνομα»<br /><b>5.</b> αγαθή [[ενέργεια]] ή το αποτέλεσμά της<br /><b>6.</b> [[επίπληξη]], [[νουθεσία]], [[σύσταση]]<br /><b>7.</b> το [[κεφάλαιο]], το [[τμήμα]] μιας κατηγορίας στο οποίο υπάγεται [[κάτι]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «αἰτίαν ἔχω ή [[φεύγω]] τινός», κατηγορούμαι για [[κάτι]]<br />«αἰτίαν ἔχω ὑπό τινος» (και «[[λαμβάνω]] ἀπό τινος»), κατηγορούμαι από κάποιον «αἰτίαν [[ὑπέχω]]», βρίσκομαι υπό κατηγορίαν «ἐν αἰτίᾳ ἔχω ή [[βάλλω]] τινὰ (ή δι' αἰτίας ἔχω τινά») [[κατηγορώ]], [[κηρύσσω]] ένοχο κάποιον «τὴν αἰτίαν [[ἐπιφέρω]] τινί» [[ρίχνω]] το [[σφάλμα]], την [[ευθύνη]] σε κάποιον «[[ἀπολύω]] τῆς αἰτίας», [[απαλλάσσω]] από την [[κατηγορία]]' «αἰτίᾳ», για «[[χάρη]]», «[[προς]] [[χάριν]]» κάποιου<br />«αἰτίαι κοιναί», [[καταγγελία]] για [[δημόσια]] αδικήματα<br />«αἰτίαι ἴδιαι», [[καταγγελία]] για αδικήματα ιδιωτικής φύσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἰτία]] προέρχεται [[είτε]] από [[ουσιαστικοποίηση]] του θηλυκού του έπιθ. [[αἴτιος]] [[είτε]] απευθείας από τη λ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]], [[μερίδιο]]» (<span style="color: red;"><</span> [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]»), απ' όπου και τα <i>αἷσα</i>, [[αἴτιος]] και <i>αἰτῶ</i> <b>βλ. λ.</b> Οποιαδήποτε κι αν [[είναι]] η ετυμολ. προέλευσή της, αρχικά η λ. [[αἰτία]] (όπως και το [[αἴτιος]]) θα σήμαινε «τη [[λήψη]] μέρους, μεριδίου από [[κάτι]]», άρα «τη [[συμμετοχή]], την [[ευθύνη]] για [[κάτι]]». Από την τελευταία αυτή σημ., που μαρτυρείται στον Πίνδαρο, τους Τραγικούς και άλλους αρχαίους συγγραφείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως [[δικανικός]] όρος σημαίνοντας «την [[κατηγορία]]», ως [[φιλοσοφικός]] με τη σημ. «[[αίτιο]], η προκαλούσα [[αιτία]]» (που [[είναι]] και η σημ. που τελικά υπερίσχυσε και αποτελεί τη σημερινή σημ. της λέξεως) και, [[τέλος]], ως [[ιατρικός]] όρος σημαίνοντας «την [[ασθένεια]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰτιώδης]], <i>αἰτιῶμαι</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰτίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιτιάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιτιολογώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αἰτιώνυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιτιαρχία]], [[αιτιοκρατία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰτία:''' ἡ ([[αἰτέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ψόγος]], [[μομφή]], [[κατηγορία]], Λατ. [[crimen]]· [[επομένως]], [[ενοχή]] ή [[σφάλμα]] που περιέχεται σε [[μία]] τέτοια [[κατηγορία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· — Φράσεις: <i>αἰτίαν ἔχειν</i>, κατηγορούμαι· <i>τινός</i>, για [[κάτι]], στον ίδ. κ.λπ.· αντιστρόφως, <i>αἰτίαἔχει με</i>, στον ίδ.· ἐν αἰτίᾳ [[εἶναι]] ή <i>[[γίγνεσθαι]]</i>, σε Ξεν. κ.λπ.· <i>αἰτίαν ὑπέχειν</i>, βρίσκομαι υπό [[κατηγορία]], κατηγορούμαι, σε Πλάτ.· <i>αἰτίαν φέρεσθαι</i>, σε Θουκ.· <i>αἰτίαις ἐνέχεσθαι</i>, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τα [[παραπάνω]] είναι τα <i>ἐν αἰτίᾳ ἔχειν</i> ή <i>δι' αἰτίας</i>, [[θεωρώ]] κάποιον ένοχο, [[κατηγορώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν αἰτίᾳ βάλλειν</i>, σε Σοφ.· <i>αἰτίαν νέμειν τινί</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], <i>εἰ εὖ πράξαιμεν</i>, [[αἰτία]] θεοῦ, (η [[ευδαιμονία]] μας) οφείλεται σε αυτόν, η [[δόξα]] είναι δική του, σε Αισχύλ.· <i>οἱ ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν</i>, αυτοί που έχουν την [[υπόληψη]] ότι..., που φημίζονται για..., σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[επίπληξη]], [[νουθεσία]], [[παραίνεση]]· μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ [[πλέον]] ἢ αἰτίᾳ, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αναγκαστικό ή τελικό [[αίτιο]], [[αιτία]], Λατ. [[causa]], σε Πλάτ. κ.λπ.· η δοτ. <i>αἰτίᾳ</i> ως επίρρ., όπως το Λατ. [[causa]], εξαιτίας, [[χάρη]] σε, [[ένεκα]]· <i>κοινοῦ ἀγαθοῦ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[περίσταση]], [[ευκαιρία]]· <i>αἰτίαν παρέχειν</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">IV.</b> (στη Λογική), η κύρια [[κατηγορία]] στην οποία υπάγεται ένα [[πράγμα]], σε Δημ.
}}
}}