Anonymous

αἰώνιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια (και -ία), -ιο (Α [[αἰώνιος]], -ία, -ιον και -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον αιώνα, [[παντοτινός]], [[ακατάλυτος]], [[αθάνατος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αἰωνίως</i> (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, [[συνέχεια]]<br />[[παντοτινά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[έκφραση]] υπερβολής ή ειρωνείας)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει να κατέχει μια [[θέση]] ή ένα [[αξίωμα]] εφ' όρου ζωής ([[αιώνιος]] [[πρωθυπουργός]], [[αιώνιος]] [[φοιτητής]])<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[άθραυστος]], [[αθάνατος]]<br /><b>3.</b> ο [[ίδιος]] [[πάντοτε]], [[συνηθισμένος]], [[αναλλοίωτος]] (η αιώνια [[γυναίκα]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αιωνία του η [[μνήμη]]», για κάποιον που πέθανε<br />«αιώνια [[ανάπαυση]]» και «[[αιώνιος]] ύπνος», ο [[θάνατος]]<br />«αιώνια ζωή», η [[μετά]] θάνατον ζωή<br />«αιώνιον πυρ», [[κόλαση]]<br />«αιώνιες μονές», [[παράδεισος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ως [[τίτλος]] του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «<i>εἰς ζωὴν αἰώνιον</i>» — αιωνίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αιωνιότητα]]].
|mltxt=-ια (και -ία), -ιο (Α [[αἰώνιος]], -ία, -ιον και -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον αιώνα, [[παντοτινός]], [[ακατάλυτος]], [[αθάνατος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αἰωνίως</i> (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, [[συνέχεια]]<br />[[παντοτινά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[έκφραση]] υπερβολής ή ειρωνείας)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει να κατέχει μια [[θέση]] ή ένα [[αξίωμα]] εφ' όρου ζωής ([[αιώνιος]] [[πρωθυπουργός]], [[αιώνιος]] [[φοιτητής]])<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[άθραυστος]], [[αθάνατος]]<br /><b>3.</b> ο [[ίδιος]] [[πάντοτε]], [[συνηθισμένος]], [[αναλλοίωτος]] (η αιώνια [[γυναίκα]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «αιωνία του η [[μνήμη]]», για κάποιον που πέθανε<br />«αιώνια [[ανάπαυση]]» και «[[αιώνιος]] ύπνος», ο [[θάνατος]]<br />«αιώνια ζωή», η [[μετά]] θάνατον ζωή<br />«αιώνιον πυρ», [[κόλαση]]<br />«αιώνιες μονές», [[παράδεισος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ως [[τίτλος]] του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «<i>εἰς ζωὴν αἰώνιον</i>» — αιωνίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αιωνιότητα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰώνιος:''' -ον και -α, -ον, αυτός που διαρκεί έναν αιώνα (βλ. [[αἰών]] 3), σε Πλάτ.· αυτός που διαρκεί για πάντα, [[αέναος]], [[ατελεύτητος]], [[παντοτινός]], στον ίδ.
}}
}}