Anonymous

ἀκαρής: Difference between revisions

From LSJ
1,062 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκαρὴς (-οῡς), -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[κοντός]], [[ελάχιστος]] (για μαλλιά τόσο [[κοντά]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τά κουρέψει)<br /><b>2.</b> (για [[χρονικό]] [[διάστημα]]) συντομότατος, [[στιγμιαίος]]<br />«ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη [[στιγμή]] (<b>Αριστοφ.</b> <b>Πλούτ.</b> 244)<br />«ἐν ἀκαρεῑ», στη [[στιγμή]], ακαριαία<br /><b>3.</b> [[παρά]] [[τρίχα]], [[σχεδόν]], [[παρά]] λίγο<br />«ἀκαρὴς παραπόλωλας» (Μένανδρος απ. 226)<br /><b>4.</b> (ουδ. πληθ. επιρρηματικώς, [[χωρίς]] ν' αναφέρεται σε χρόνο) [[καθόλου]], [[ούτε]] τόσο δα<br />«οὐκ ἀπολαύσεις τοῡ ὃ φέρεις ἀκαρῆ» (<b>Αριστοφ.</b> Σφ. 701)<br /><b>5.</b> <b>(ουσιαστ.)</b> <i>τὸ ἀκαρές</i><br />[[δαχτυλίδι]] για το μικρό [[δάχτυλο]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀκαρὴς</i> είχε συνδεθεί ήδη από τους αρχ. γραμματικούς με τον τ. <i>ἐκάρην</i>, παθητ. αόρ. β' του ρ. [[κείρω]] «[[περικόπτω]], [[κουρεύω]]» — <b>[[πρβλ]].</b> <b>Ησύχ.</b> «[[ἀκαρής]]·... τὸ βραχύ, ὃ οὐδὲ χεῖραι [[οἷόντε]]». Η [[άποψη]] αυτή ισχύει ώς [[σήμερα]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και το [[σχήμα]] <i>ἐμίγην</i> &GT; <i>ἀ</i>-[[μιγής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαριαίος]], [[άκαρι]], <b>αρχ.</b> <i>ἀκαρέως</i>].
|mltxt=ἀκαρὴς (-οῡς), -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[κοντός]], [[ελάχιστος]] (για μαλλιά τόσο [[κοντά]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τά κουρέψει)<br /><b>2.</b> (για [[χρονικό]] [[διάστημα]]) συντομότατος, [[στιγμιαίος]]<br />«ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη [[στιγμή]] (<b>Αριστοφ.</b> <b>Πλούτ.</b> 244)<br />«ἐν ἀκαρεῑ», στη [[στιγμή]], ακαριαία<br /><b>3.</b> [[παρά]] [[τρίχα]], [[σχεδόν]], [[παρά]] λίγο<br />«ἀκαρὴς παραπόλωλας» (Μένανδρος απ. 226)<br /><b>4.</b> (ουδ. πληθ. επιρρηματικώς, [[χωρίς]] ν' αναφέρεται σε χρόνο) [[καθόλου]], [[ούτε]] τόσο δα<br />«οὐκ ἀπολαύσεις τοῡ ὃ φέρεις ἀκαρῆ» (<b>Αριστοφ.</b> Σφ. 701)<br /><b>5.</b> <b>(ουσιαστ.)</b> <i>τὸ ἀκαρές</i><br />[[δαχτυλίδι]] για το μικρό [[δάχτυλο]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀκαρὴς</i> είχε συνδεθεί ήδη από τους αρχ. γραμματικούς με τον τ. <i>ἐκάρην</i>, παθητ. αόρ. β' του ρ. [[κείρω]] «[[περικόπτω]], [[κουρεύω]]» — <b>[[πρβλ]].</b> <b>Ησύχ.</b> «[[ἀκαρής]]·... τὸ βραχύ, ὃ οὐδὲ χεῖραι [[οἷόντε]]». Η [[άποψη]] αυτή ισχύει ώς [[σήμερα]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και το [[σχήμα]] <i>ἐμίγην</i> &GT; <i>ἀ</i>-[[μιγής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαριαίος]], [[άκαρι]], <b>αρχ.</b> <i>ἀκαρέως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκᾰρής:''' -ές ([[κείρω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται [[κυρίως]] για μαλλιά, [[πάρα]] [[πολύ]] κοντά, [[πολύ]] κοντά για να κοπούν· από όπου, [[βραχύς]], [[μικρός]], [[ελάχιστος]]·<br /><b class="num">II.</b> [[κυρίως]] στο ουδ. <i>ἀκαρές</i>.<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για χρονική [[στιγμή]]· ἐν [[ἀκαρεῖ]] χρόνου, σε Αριστοφ.· <i>ἀκαρῆ διαλιπών</i> (ενν. <i>χρόνον</i>), [[αφού]] περίμενε για μια [[στιγμή]], στον ίδ.· <i>ἀκαρὲς ὥρας</i>, σε μια [[στιγμή]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> η αιτ. <i>ἀκαρῆ</i> χρησιμοποιείται επιρρ. [[χωρίς]] [[αναφορά]] στον χρόνο· <i>οὐκ ἀκαρῆ</i> ή <i>οὐδ' ἀκαρῆ</i>, [[καθόλου]], [[ούτε]] στο ελάχιστο, σε Αριστοφ.
}}
}}