Anonymous

ἀκατάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκατάγνωστος]], -ον (AM) [[καταγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[ακατηγόρητος]], [[ακαταδίκαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για [[τίποτε]], ο [[ανεπίληπτος]]<br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀκαταγνώστως</i><br />[[κατά]] τρόπο ανεπίληπτο, [[αλλά]] και [[χωρίς]] [[εξαίρεση]].
|mltxt=[[ἀκατάγνωστος]], -ον (AM) [[καταγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[ακατηγόρητος]], [[ακαταδίκαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για [[τίποτε]], ο [[ανεπίληπτος]]<br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀκαταγνώστως</i><br />[[κατά]] τρόπο ανεπίληπτο, [[αλλά]] και [[χωρίς]] [[εξαίρεση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάγνωστος:''' -ον ([[καταγιγνώσκω]]), αυτός που δεν πρέπει να καταδικαστεί, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}