Anonymous

ἀείδω: Difference between revisions

From LSJ
1,649 bytes added ,  30 December 2018
2
(big3_1)
(2)
Line 27: Line 27:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ᾄδω]].
|dgtxt=v. [[ᾄδω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀείδω:''' Ιων. και ποιητ. [[ρήμα]] (πρβλ. [[ἀείρω]]), σε Αττ. [[ᾄδω]]· παρατ. [[ἤειδον]], Επικ. [[ἄειδον]], Αττ. [[ᾖδον]]· μέλ. [[ἀείσομαι]], Αττ. [[ᾄσομαι]]· [[σπανίως]] σε Ενεργ. τύπο <i>ἀείσω</i>· [[ακόμη]] σπανιότερα απαντά ο [[τύπος]] [[ᾄσω]]· Δωρ. [[ᾀσεῦμαι]], [[ᾀσῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἤεισα</i>, Επικ. ἄεισα [ᾰ], προστ. <i>ἄεισον</i>, Αττ. [[ᾖσα]] — Παθ., Αττ. αόρ. αʹ [[ᾔσθην]], παρακ. [[ᾖσμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> άδω, [[παράγω]] οξύ ήχο, λέγεται για τη [[χορδή]] του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· [[σφυρίζω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Μόσχ.· κάνω πάταγο, λέγεται για λίθο που προσκρούει [[κάπου]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ.,<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ψάλλω]], [[διηγούμαι]] ψάλλοντας· <i>μῆνιν</i>, <i>παιήονα</i>, [[κλέα]] [[ἀνδρῶν]], σε Όμηρ.· απόλ., ἀείδειν [[ἀμφί]] τινος, [[ψάλλω]] προς έπαινο κάποιου, [[εξυμνώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., λέγεται για άσματα, άδομαι, ψάλλομαι, σε Ηρόδ.· [[ᾆσμα]] [[καλῶς]] ᾀσθέν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[ψάλλω]], [[επαινώ]], σε Αττ.
}}
}}