Anonymous

ἀκουάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκουάζομαι]] (Α) [[ἀκουή]]<br /><b>1.</b> [[ακούω]], [[προσέχω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] καλεσμένος, προσκεκλημένος<br /><b>3.</b> <b>Ιατρ.</b> [[ακούω]], [[ακροώμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προτιμότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ἀκουάζομαι]] δεν [[είναι]] παράγωγο της λ. [[ἀκουή]] [[αλλά]] επαυξημένος [[εκφραστικός]] τ. προερχόμενος από το ρ. [[ἀκούω]].
|mltxt=[[ἀκουάζομαι]] (Α) [[ἀκουή]]<br /><b>1.</b> [[ακούω]], [[προσέχω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] καλεσμένος, προσκεκλημένος<br /><b>3.</b> <b>Ιατρ.</b> [[ακούω]], [[ακροώμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προτιμότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ἀκουάζομαι]] δεν [[είναι]] παράγωγο της λ. [[ἀκουή]] [[αλλά]] επαυξημένος [[εκφραστικός]] τ. προερχόμενος από το ρ. [[ἀκούω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκουάζομαι:''' [ᾰκ], αποθ., μόνο σε ενεστ. [[ἀκούω]], [[ακούω]] ή [[προσέχω]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαιτὸς ἀκουάζεσθον</i>, είστε προσκεκλημένοι στο [[συμπόσιο]], στο [[γλέντι]], στο [[φαγοπότι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}