Anonymous

ἄκυλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[ἄκυλος]])<br />[[ονομασία]] που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους [[μαζί]] με το κοινό βαλανίδι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας<br />αβέβαιη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το ουσ. [[άκολος]] «[[ψίχουλο]]» και με το ρ. της σανσκρ. <i>aśn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[τρώγω]]»].
|mltxt=ο, η (Α [[ἄκυλος]])<br />[[ονομασία]] που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους [[μαζί]] με το κοινό βαλανίδι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας<br />αβέβαιη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το ουσ. [[άκολος]] «[[ψίχουλο]]» και με το ρ. της σανσκρ. <i>aśn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[τρώγω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκῠλος:''' ὁ, (ἡστονΘεόκρ.) [[βελανίδι]], ο [[καρπός]] του λιόπουρνου, του πρίνου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}