Anonymous

ἀκόνιτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκόνιτος]], -ον (Α) [[κονίω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη [[σκόνη]] του στίβου ή της παλαίστρας<br /><b>2.</b> όποιος πετυχαίνει [[κάτι]] [[χωρίς]] αγώνα και κόπο.
|mltxt=[[ἀκόνιτος]], -ον (Α) [[κονίω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη [[σκόνη]] του στίβου ή της παλαίστρας<br /><b>2.</b> όποιος πετυχαίνει [[κάτι]] [[χωρίς]] αγώνα και κόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόνῑτος:''' -ον ([[κόνις]]), ο [[χωρίς]] κονιορτό, [[σκόνη]].
}}
}}