Anonymous

αἰώρημα: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[αἰώρημα]]) [[αἰωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτό που αιωρείται στο [[κενό]], που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> <b>Χημ.</b>. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη [[φάση]]) που αιωρούνται [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]] ή [[αέριο]] ([[μέσο]] διασποράς)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχόνη]], [[βρόχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αιώρηση]] ως [[γυμναστική]] [[άσκηση]].
|mltxt=το (Α [[αἰώρημα]]) [[αἰωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτό που αιωρείται στο [[κενό]], που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> <b>Χημ.</b>. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη [[φάση]]) που αιωρούνται [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]] ή [[αέριο]] ([[μέσο]] διασποράς)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχόνη]], [[βρόχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αιώρηση]] ως [[γυμναστική]] [[άσκηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰώρημα:''' -ατος, τό, αυτό που κρέμεται και αιωρείται στον αέρα· [[σχοινί]] που κρέμεται [[μετέωρο]], [[αγχόνη]], σε Ευρ.
}}
}}