Anonymous

ἀλεκτρυών: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεκτρυών]] (-όνος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[πετεινός]], [[κόκορας]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> όρνιθα, [[κότα]]<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα <i>Ἀλεκτρυών</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. της λ. [[ἀλέκτωρ]] που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] λ. όπως [[ἀλκυών]] , <i>Γηρυών</i> κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρύαινα]], [[ἀλεκτρυόνειος]], <i>ἀλεκτρυόνιο</i>, [[ἀλεκτρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτρυονίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρυονοπώλης]], <i>ἀλεκτρυονοπωλητήριον</i>. [[ἀλεκτρυονοτρόφος]], [[ἀλεκτρυοφώνιον]]<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) <i>ἀλεκτρυομαντεία</i>].
|mltxt=[[ἀλεκτρυών]] (-όνος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[πετεινός]], [[κόκορας]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> όρνιθα, [[κότα]]<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα <i>Ἀλεκτρυών</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. της λ. [[ἀλέκτωρ]] που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] λ. όπως [[ἀλκυών]] , <i>Γηρυών</i> κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρύαινα]], [[ἀλεκτρυόνειος]], <i>ἀλεκτρυόνιο</i>, [[ἀλεκτρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλεκτρυονίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεκτρυονοπώλης]], <i>ἀλεκτρυονοπωλητήριον</i>. [[ἀλεκτρυονοτρόφος]], [[ἀλεκτρυοφώνιον]]<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) <i>ἀλεκτρυομαντεία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεκτρυών:''' [ᾰ], -όνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κόκκορας]], σε Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> = ἡ [[ἀλεκτρύαινα]], όρνιθα, [[κότα]], σε Αριστοφ.
}}
}}