Anonymous

ἀλεξητήρ: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεξητήρ]] (-ῆρος), ο<br />θηλ. [[ἀλεξήτειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει<br /><b>2.</b> [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]], [[πρόμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επαυξημένο με -<i>η</i>- θ. του ρήματος [[ἀλέξω]], <b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ἀλεξήσω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεξητήριος]].
|mltxt=[[ἀλεξητήρ]] (-ῆρος), ο<br />θηλ. [[ἀλεξήτειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει<br /><b>2.</b> [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]], [[πρόμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επαυξημένο με -<i>η</i>- θ. του ρήματος [[ἀλέξω]], <b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ἀλεξήσω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεξητήριος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεξητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀλέξω]]), αυτός που κρατά [[μακριά]], απομακρύνει, <i>ἀλ. μάχης</i>, αυτός που αναχαιτίζει την [[μάχη]], [[υπερασπιστής]], [[υπέρμαχος]], [[προστάτης]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}