Anonymous

ἀλέω: Difference between revisions

From LSJ
585 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλέω]] (Α)<br />σε [[χρήση]] μόνο το [[μέσο]] [[ἀλέομαι]].
|mltxt=[[ἀλέω]] (Α)<br />σε [[χρήση]] μόνο το [[μέσο]] [[ἀλέομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλέω:''' [ᾰ], παρατ. [[ἤλουν]], αόρ. αʹ [[ἤλεσα]], Επικ. [[ἄλεσσα]], παρακ. [[ἀλήλεκα]] — Παθ. παρακ. [[ἀλήλεσμαι]] ή <i>-εμαι</i>· [[αλέθω]], [[συντρίβω]], [[τρίβω]], [[κοπανίζω]], σε Ομήρ. Οδ. (Από τη √<i>ΑΛ</i> προήλθαν επίσης τα [[ἀλήθω]], [[ἀλείατα]], [[ἄλευρον]], <i>ἄλως</i>, [[ἀλωή]]).<br /><b class="num">• [[ἀλέω]]:</b> χρησιμ. μόνο ως Μέσ. [[ἀλέομαι]].
}}
}}