Anonymous

ἀκυβέρνητος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκυβέρνητος]], -ov)<br /><b>1.</b> (για πλοία, λέμβους <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο<br /><b>2.</b> (για πόλεις, κράτη <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καλή [[διακυβέρνηση]], [[διοίκηση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να διοικηθεί, ο [[ατίθασος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να ελεγχθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κυβερνῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ακυβερνησία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκυβέρνητος]], -ov)<br /><b>1.</b> (για πλοία, λέμβους <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο<br /><b>2.</b> (για πόλεις, κράτη <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καλή [[διακυβέρνηση]], [[διοίκηση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να διοικηθεί, ο [[ατίθασος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να ελεγχθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κυβερνῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ακυβερνησία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκῠβέρνητος:''' -ον ([[κυβερνάω]]), αυτός που είναι [[χωρίς]] κυβερνήτη ή πηδαλιούχο, σε Πλούτ.
}}
}}