Anonymous

ἀκήριος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκήριος]], -ιον (Α) [<i>κὴρ</i>, η]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έβλαψαν, δεν τον πείραξαν οι κήρες και <b>γεν.</b> [[άβλαβος]], [[απείραχτος]]<br /><b>2.</b> [[αβλαβής]], [[ακίνδυνος]]<br /><b>3.</b> [[άδολος]], [[άκακος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκήριος]], -ον (Α) [<i>κῆρ</i>, το]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[καρδιά]], [[ψυχή]], ζωή<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άψυχος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκήριος]], -ιον (Α) [<i>κὴρ</i>, η]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έβλαψαν, δεν τον πείραξαν οι κήρες και <b>γεν.</b> [[άβλαβος]], [[απείραχτος]]<br /><b>2.</b> [[αβλαβής]], [[ακίνδυνος]]<br /><b>3.</b> [[άδολος]], [[άκακος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκήριος]], -ον (Α) [<i>κῆρ</i>, το]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[καρδιά]], [[ψυχή]], ζωή<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άψυχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκήριος:''' (Α), -ον, [[αβλαβής]] από τις <i>Κῆρες</i>, [[αβλαβής]], [[ανέπαφος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[αβλαβής]], [[ακίνδυνος]], [[άκακος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.<br /><b class="num">• [[ἀκήριος]]:</b> (Β), -ον, ([[κῆρ]]), [[άκαρδος]], δηλ.<br /><b class="num">I.</b> ο [[χωρίς]] [[ζωή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[άκαρδος]], [[δειλός]], στον ίδ.
}}
}}