Anonymous

ἀκροβυστία: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκροβυστία]])<br />το [[άκρο]] του δέρματος του ανδρικού γεννητικού οργάνου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί [[κάποιος]] [[περιτομή]]<br /><b>2.</b> (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί [[περιτομή]], δηλ. οι εθνικοί, σε [[αντίθεση]] με τους Εβραίους<br /><b>3.</b> [[σκληρότητα]], [[κακία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[ἀκροποσθία]], πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το ρ. <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[φράζω]], [[βουλλώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρόβυστος]]].
|mltxt=η (Α [[ἀκροβυστία]])<br />το [[άκρο]] του δέρματος του ανδρικού γεννητικού οργάνου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί [[κάποιος]] [[περιτομή]]<br /><b>2.</b> (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί [[περιτομή]], δηλ. οι εθνικοί, σε [[αντίθεση]] με τους Εβραίους<br /><b>3.</b> [[σκληρότητα]], [[κακία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[ἀκροποσθία]], πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το ρ. <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[φράζω]], [[βουλλώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρόβυστος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροβυστία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το [[άκρο]] του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[περιτομή]], περίτμηση, στο ίδ.· και ως περιληπτ., η μη [[περιτομή]], δηλ. οι μη περιτετμημένοι, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}