Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλάτας: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. <i>αλατού</i>) [[αλάτι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πουλά [[αλάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζει [[αλάτι]], που μαζεύει [[αλάτι]] από τις φυσικές αλυκές<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.
|mltxt=ο (θηλ. <i>αλατού</i>) [[αλάτι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πουλά [[αλάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρασκευάζει [[αλάτι]], που μαζεύει [[αλάτι]] από τις φυσικές αλυκές<br /><b>3.</b> αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλάτας:''' ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί [[ἀλήτης]], [[ἀλητεία]].
}}
}}