3,274,919
edits
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφυγή]], [[διέξοδος]], [[απόδραση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του ρημ. [[ἀλέομαι]])<br />πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[φυγή]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[φωτιά]] ή τον ήλιο) [[ζέστη]], [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> θερμό [[μέρος]]<br />(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[πηγή]] θερμότητας<br /><b>4.</b> [[θερμότητα]] ζωική ή σωματική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέα]], λόγω της καταλήξεώς της (-<i>έα</i>), [[πρέπει]] να προέρχεται από ρηματική [[ρίζα]] (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[γενεά]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]], [[δωρεά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δωρῶ</i>. [[ἰδέα]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰδεῖν]]). Τέτοια [[ρίζα]] δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, [[αλλά]] απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται [[συνήθως]] με το αγγλοσαξον. <i>swelan</i>, νεώτερο γερμαν. <i>schwelen</i> «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. <i>svilti</i> «[[καψαλίζω]], -ομαι». Η ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή [[άποψη]] ότι η λ. [[ἀλέα]] αρχικά δασυνόταν ([[επομένως]] ο τ. [[ἀλέα]], προέκυψε με ιωνική [[ψίλωση]]), [[καθώς]] και από το [[γεγονός]] ότι δεν μαρτυρείται [[παρουσία]] αρχικού <i>F</i> στα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεάζω]], [[ἀλεαίνω]], [[ἀλεεινός]], [[ἀλεής]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />[[δενδροστοιχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>allee</i> «[[διάδρομος]] κήπου»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφυγή]], [[διέξοδος]], [[απόδραση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του ρημ. [[ἀλέομαι]])<br />πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[φυγή]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[φωτιά]] ή τον ήλιο) [[ζέστη]], [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> θερμό [[μέρος]]<br />(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[πηγή]] θερμότητας<br /><b>4.</b> [[θερμότητα]] ζωική ή σωματική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέα]], λόγω της καταλήξεώς της (-<i>έα</i>), [[πρέπει]] να προέρχεται από ρηματική [[ρίζα]] (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[γενεά]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]], [[δωρεά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δωρῶ</i>. [[ἰδέα]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰδεῖν]]). Τέτοια [[ρίζα]] δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, [[αλλά]] απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται [[συνήθως]] με το αγγλοσαξον. <i>swelan</i>, νεώτερο γερμαν. <i>schwelen</i> «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. <i>svilti</i> «[[καψαλίζω]], -ομαι». Η ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή [[άποψη]] ότι η λ. [[ἀλέα]] αρχικά δασυνόταν ([[επομένως]] ο τ. [[ἀλέα]], προέκυψε με ιωνική [[ψίλωση]]), [[καθώς]] και από το [[γεγονός]] ότι δεν μαρτυρείται [[παρουσία]] αρχικού <i>F</i> στα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεάζω]], [[ἀλεαίνω]], [[ἀλεεινός]], [[ἀλεής]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />[[δενδροστοιχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>allee</i> «[[διάδρομος]] κήπου»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλέα:''' (Α) [ᾰ], Ιων. [[ἀλέη]], <i>ἡ</i> ([[ἀλέομαι]]), [[διαφυγή]], [[απόδραση]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[καταφύγιο]], [[άσυλο]] από, <i>ὑετοῦ</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">• [[ἀλέα]]:</b> (Β) [ᾰ], Ιων. [[ἀλέη]], <i>ἡ</i>, [[θερμότητα]], [[ζέστη]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |