Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἁλιεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἁλιεύω]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] αλιέας, [[ψαρεύω]]<br /><b>2.</b> [[πιάνω]] ο, τιδήποτε βρίσκεται [[μέσα]] στα νερά, στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναζητώ]] [[πυρετωδώς]], [[επιδιώκω]], [[περισυλλέγω]]<br /><b>2.</b> φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», [[δηλαδή]] χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μεσ. <i>ἁλιεύομαι</i> στην αττική διάλεκτο [[αλλά]] και μεταγενέστερα [[αντί]] του ενεργ. [[ἁλιεύω]]<br /><b>2.</b> [[καταδιώκω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>3.</b> το θηλυκό της παθητικής μετοχής του ενεστώτος. <i>Αλιευομένη</i>, [[τίτλος]] έργου του Αντιφώντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁλιεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλίευμα]], [[ἁλιευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλίευση]]].
|mltxt=(Α [[ἁλιεύω]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] αλιέας, [[ψαρεύω]]<br /><b>2.</b> [[πιάνω]] ο, τιδήποτε βρίσκεται [[μέσα]] στα νερά, στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναζητώ]] [[πυρετωδώς]], [[επιδιώκω]], [[περισυλλέγω]]<br /><b>2.</b> φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», [[δηλαδή]] χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μεσ. <i>ἁλιεύομαι</i> στην αττική διάλεκτο [[αλλά]] και μεταγενέστερα [[αντί]] του ενεργ. [[ἁλιεύω]]<br /><b>2.</b> [[καταδιώκω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>3.</b> το θηλυκό της παθητικής μετοχής του ενεστώτος. <i>Αλιευομένη</i>, [[τίτλος]] έργου του Αντιφώντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁλιεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλίευμα]], [[ἁλιευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλίευση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>ἅλς</i>),<br /><b class="num">1.</b> [[ψαρεύω]], είμαι [[ψαράς]], σε Πλούτ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψαρεύω]], [[πηγαίνω]] για [[ψάρεμα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}