Anonymous

ἀκμής: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκμὴς (-ῆτος), ο, η (στον <b>Παυσ.</b> και ως ουδ.) και [[ἄκμητος]], -ον (Α)<br />[[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κμης</i>, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της δισύλλαβης ρίζας <i>καμᾶ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κάμα]]-<i>τος</i>) του ρήματος [[κάμνω]].
|mltxt=ἀκμὴς (-ῆτος), ο, η (στον <b>Παυσ.</b> και ως ουδ.) και [[ἄκμητος]], -ον (Α)<br />[[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κμης</i>, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της δισύλλαβης ρίζας <i>καμᾶ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κάμα]]-<i>τος</i>) του ρήματος [[κάμνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]) = [[ἀκάμας]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
}}
}}