Anonymous

ἁλιανθής: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιανθής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που βλαστάνει στη [[θάλασσα]], που έχει το λαμπρό [[χρώμα]] της πορφύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]].
|mltxt=[[ἁλιανθής]], -ὲς (Α)<br />αυτός που βλαστάνει στη [[θάλασσα]], που έχει το λαμπρό [[χρώμα]] της πορφύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιανθής:''' -ές (ἅλς, [[ἀνθέω]]), αρχικά, αυτός που ανθίζει από τη [[θάλασσα]]· [[έπειτα]] = [[ἁλιπόρφυρος]], [[πορφυρός]], μωβ, βυσσινί, σε Ανθ.
}}
}}