3,274,216
edits
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμαλδύνω]] (Α)<br />(επική και ιωνική [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[μαλακώνω]], [[απαλύνω]], [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> [[συντρίβω]], [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ταπεινώνω]], [[υποβιβάζω]]<br /><b>5.</b> [[σπαταλώ]], [[καταξοδεύω]]<br /><b>6.</b> [[παραμελώ]], [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα<br /><b>7.</b> [[αποκρύπτω]], [[αλλοιώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] αγνώριστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός [[ρηματικός]] τ. που απαντά [[κυρίως]] στην [[ποίηση]] με [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] χρήσεων. Η λ. [[είναι]] γνωστή ήδη από την [[Ιλιάδα]] του Ομήρου, όπου απαντά με τη [[σημασία]] «[[καταστρέφω]], [[εξαλείφω]]». Ετυμολογικά το ρ. [[πρέπει]] να αποτελεί μετονοματικό παράγωγο. Συνήθως ανάγεται σε τ. <i>ἀμαλδὺς</i> που [[είναι]] [[αντίστοιχος]] του αρχ. ινδικού <i>mrdứ</i>- «[[λεπτός]]» και του λατ. <i>mallis</i> «[[μαλακός]], [[απαλός]]». Προβλήματα δημιουργεί η [[προέλευση]] του αρκτικού <i>ἀ</i>- της λ. στην Ελληνική. Είναι πιθανό το <i>ἀ</i>- να αντιπροσωπεύει μόρμυρο φθόγγο (<i>schwa</i>, <i>indogermanicum</i>) της αρχικής ΙΕ ρ. <i>mldu</i>-(<i>meld</i>-) «[[απαλός]], [[μαλακός]]» ή να αποτελεί μεταγενέστερη [[ανάπτυξη]] στην Ελληνική (προθετικό [[φωνήεν]]). Με την [[ίδια]] ΙΕ ρ. <i>mldu</i>- «[[απαλός]], [[μαλακός]]» συνδέονται [[επίσης]] και οι λέξεις <i>βλαδύς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μβλαδύς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μλαδύς</i>) «[[αδύνατος]]» και [[βλαδαρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μβλαδαρός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μλαδαρός</i>), «[[μαλακός]]», όπου το φωνηεντικό l. του αρχικού θ. αντιπροσωπεύεται ως -<i>λα</i>-. Η λ. [[είναι]] [[συγγενής]] [[επίσης]] και με τα: [[ἀμβλύς]], <i>ἀμαλὸς</i> «[[μαλακός]], [[αδύνατος]]», [[μαλθακός]], [[μαλακός]], [[μέλδομαι]] «[[λειώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμάνδαλος]]. | |mltxt=[[ἀμαλδύνω]] (Α)<br />(επική και ιωνική [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[μαλακώνω]], [[απαλύνω]], [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> [[συντρίβω]], [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ταπεινώνω]], [[υποβιβάζω]]<br /><b>5.</b> [[σπαταλώ]], [[καταξοδεύω]]<br /><b>6.</b> [[παραμελώ]], [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα<br /><b>7.</b> [[αποκρύπτω]], [[αλλοιώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] αγνώριστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός [[ρηματικός]] τ. που απαντά [[κυρίως]] στην [[ποίηση]] με [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] χρήσεων. Η λ. [[είναι]] γνωστή ήδη από την [[Ιλιάδα]] του Ομήρου, όπου απαντά με τη [[σημασία]] «[[καταστρέφω]], [[εξαλείφω]]». Ετυμολογικά το ρ. [[πρέπει]] να αποτελεί μετονοματικό παράγωγο. Συνήθως ανάγεται σε τ. <i>ἀμαλδὺς</i> που [[είναι]] [[αντίστοιχος]] του αρχ. ινδικού <i>mrdứ</i>- «[[λεπτός]]» και του λατ. <i>mallis</i> «[[μαλακός]], [[απαλός]]». Προβλήματα δημιουργεί η [[προέλευση]] του αρκτικού <i>ἀ</i>- της λ. στην Ελληνική. Είναι πιθανό το <i>ἀ</i>- να αντιπροσωπεύει μόρμυρο φθόγγο (<i>schwa</i>, <i>indogermanicum</i>) της αρχικής ΙΕ ρ. <i>mldu</i>-(<i>meld</i>-) «[[απαλός]], [[μαλακός]]» ή να αποτελεί μεταγενέστερη [[ανάπτυξη]] στην Ελληνική (προθετικό [[φωνήεν]]). Με την [[ίδια]] ΙΕ ρ. <i>mldu</i>- «[[απαλός]], [[μαλακός]]» συνδέονται [[επίσης]] και οι λέξεις <i>βλαδύς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μβλαδύς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μλαδύς</i>) «[[αδύνατος]]» και [[βλαδαρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μβλαδαρός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μλαδαρός</i>), «[[μαλακός]]», όπου το φωνηεντικό l. του αρχικού θ. αντιπροσωπεύεται ως -<i>λα</i>-. Η λ. [[είναι]] [[συγγενής]] [[επίσης]] και με τα: [[ἀμβλύς]], <i>ἀμαλὸς</i> «[[μαλακός]], [[αδύνατος]]», [[μαλθακός]], [[μαλακός]], [[μέλδομαι]] «[[λειώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμάνδαλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμαλδύνω:''' [ῡ] ([[ἀμαλός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[απαλύνω]], [[μαλακώνω]], [[εξασθενίζω]]· [[έπειτα]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[εξαλείφω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[δαπανώ]], [[καταναλώνω]], [[διασπαθίζω]], <i>χρήματα</i>, σε Θεόκρ. — Παθ., ὥς κεν [[τεῖχος]] ἀμαλδύνηται, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀμαλδυνθήσομαι</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[καλύπτω]], [[μεταμφιέζω]], [[αποκρύπτω]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |