Anonymous

ἀκοντιστικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκοντιστικός]], -ή, -ὸν) [[ἀκοντίζω]]<br />[[επιτήδειος]] στο να ρίχνει [[ακόντιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) <i>ἡ ἀκοντιστικὴ</i> ή <i>τὰ ὰκοντιστικά</i><br />η [[τέχνη]] του ακοντισμού.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκοντιστικός]], -ή, -ὸν) [[ἀκοντίζω]]<br />[[επιτήδειος]] στο να ρίχνει [[ακόντιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) <i>ἡ ἀκοντιστικὴ</i> ή <i>τὰ ὰκοντιστικά</i><br />η [[τέχνη]] του ακοντισμού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκοντιστικός:''' -ή, -όν ([[ἀκοντίζω]]), [[επιδέξιος]], [[έμπειρος]] στην [[ρίψη]] ακοντίου, σε Ξεν.
}}
}}