Anonymous

ἀλινδέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(Bailly1_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire rouler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[εἰλέω]].
|btext=-ῶ :<br />faire rouler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[εἰλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλινδέω:''' ή [[ἀλίνδω]][ᾰ], κάνω [[κάτι]] να κυληθεί ([[αλλά]] Ενεργ. απαντάται μόνο σε συνθ. με το <i>ἐξ</i>)· Παθ., κυλιέμαι στη [[σκόνη]] (πρβλ. [[ἀλινδήθρα]])· μεταφ., περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]], σε Ανθ.
}}
}}