Anonymous

ἁλουργής: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλουργής]], -ές και σπάνια [[ἁλουργός]], -όν και ἁλουρνοῦς, -<i>οῦν</i> (Α)<br />ο [[βαμμένος]] με θαλάσσια [[πορφύρα]], αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο [[χρώμα]] (και δεν απομιμείται το [[χρώμα]] της πορφύρας)<br />«στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «[[ἁλουργός]] [[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁλουργίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁλουργικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργοβαφής]], [[ἁλουργοπώλης]], [[ἁλουργοϋφής]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἁλουργοφορῶ</i>, <i>ἁλουργόχρους</i>].
|mltxt=[[ἁλουργής]], -ές και σπάνια [[ἁλουργός]], -όν και ἁλουρνοῦς, -<i>οῦν</i> (Α)<br />ο [[βαμμένος]] με θαλάσσια [[πορφύρα]], αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο [[χρώμα]] (και δεν απομιμείται το [[χρώμα]] της πορφύρας)<br />«στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «[[ἁλουργός]] [[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁλουργίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁλουργικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργοβαφής]], [[ἁλουργοπώλης]], [[ἁλουργοϋφής]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἁλουργοφορῶ</i>, <i>ἁλουργόχρους</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλουργής:''' -ές (ἅλς, *[[ἔργω]]), κατασκευασμένος στη [[θάλασσα]], [[πορφυρός]], δηλ. το γνήσιο πορφυρό [[χρώμα]], σε Πλάτ.· <i>ἁλουργῆ</i>, τα πορφυρά ρούχα, σε Αισχύλ.
}}
}}