Anonymous

ἀκταίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκταινῶ (-όω) (Α)<br />[[σηκώνω]], [[υψώνω]], [[κρατώ]] [[μετέωρο]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρήμ. [[ἀκταίνω]]].
|mltxt=ἀκταινῶ (-όω) (Α)<br />[[σηκώνω]], [[υψώνω]], [[κρατώ]] [[μετέωρο]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρήμ. [[ἀκταίνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκταίνω:''' μόνο σε ενεστ., [[σηκώνω]], [[υψώνω]], <i>ἀκταίνειν στάσιν</i>, σηκώνομαι έτσι ώστε να σταθώ όρθιος, [[στέκομαι]] όρθιος, σε Αισχύλ.· ομοίως και στον τύπο [[ἀκταινόω]], σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}