Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφηστής: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλφηστής]], ο (Α) (Μ και [[ἀλφηστήρ]], -ῆρος)<br /><b>1.</b> αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την [[εργασία]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών που κολυμπούν [[κατά]] ζεύγη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους [[Φαίακες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. γνωστή ήδη από την [[Οδύσσεια]] του Ομήρου, όπου απαντά στη φρ. <i>ἀνέρες ἀλφησταὶ</i> «άνθρωποι δραστήριοι». Οι αρχαίοι λεξικογράφοι και η [[χρήση]] της λ. στα ποιητικά [[κείμενα]] δεν βοηθούν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό της ακριβούς σημασίας της. Η λ. στον Όμηρο, όπου απαντά αρχικά, φαίνεται να σημαίνει «[[επιχειρηματικός]], [[τολμηρός]], [[ριψοκίνδυνος]]». Με [[βάση]] την [[παρατήρηση]] αυτή, η λ. θεωρήθηκε αρχικά παράγωγο του ρήματος [[ἀλφάνω]] «[[κερδίζω]]». Το [[τέρμα]] δε –<i>ηστὴς</i> θεωρήθηκε [[προϊόν]] αναλογικού σχηματισμού κατ’ [[επίδραση]] του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> «[[ωμοφάγος]]». Αυτή η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>ὠμηστὴς</i> οδήγησε σε μια [[άλλη]] ετυμολογική [[υπόθεση]]. Κατά το [[πρότυπο]] του σχηματισμού του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠμὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i>) [[είναι]] πιθ. η λ. <i>ἀλφηστὴς</i> να προήλθε από α΄ συνθ. <i>ἀλφι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλφι]], <i>ἄλφιτα</i>) και β΄ συνθ. το ρ. <i>έδω</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώγω]]»). Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, η λ. [[ἀλφηστής]] αρχικά [[πρέπει]] να σήμαινε «αυτόν που τρώει [[αλεύρι]]», δηλ. αυτόν που κερδίζει το καθημερινό του [[ψωμί]], την [[τροφή]] του, [[επομένως]] «τον εργατικό» και κατ’ [[επέκταση]] «τον δραστήριο, τον ριψοκίνδυνο, τον τολμηρό». Προβληματική όμως παραμένει η [[χρήση]] της λ. ως ονόματος ψαριού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφηστικός]].
|mltxt=[[ἀλφηστής]], ο (Α) (Μ και [[ἀλφηστήρ]], -ῆρος)<br /><b>1.</b> αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την [[εργασία]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών που κολυμπούν [[κατά]] ζεύγη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους [[Φαίακες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. γνωστή ήδη από την [[Οδύσσεια]] του Ομήρου, όπου απαντά στη φρ. <i>ἀνέρες ἀλφησταὶ</i> «άνθρωποι δραστήριοι». Οι αρχαίοι λεξικογράφοι και η [[χρήση]] της λ. στα ποιητικά [[κείμενα]] δεν βοηθούν ιδιαίτερα στον προσδιορισμό της ακριβούς σημασίας της. Η λ. στον Όμηρο, όπου απαντά αρχικά, φαίνεται να σημαίνει «[[επιχειρηματικός]], [[τολμηρός]], [[ριψοκίνδυνος]]». Με [[βάση]] την [[παρατήρηση]] αυτή, η λ. θεωρήθηκε αρχικά παράγωγο του ρήματος [[ἀλφάνω]] «[[κερδίζω]]». Το [[τέρμα]] δε –<i>ηστὴς</i> θεωρήθηκε [[προϊόν]] αναλογικού σχηματισμού κατ’ [[επίδραση]] του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> «[[ωμοφάγος]]». Αυτή η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>ὠμηστὴς</i> οδήγησε σε μια [[άλλη]] ετυμολογική [[υπόθεση]]. Κατά το [[πρότυπο]] του σχηματισμού του ουσ. <i>ὠμηστὴς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠμὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηστὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i>) [[είναι]] πιθ. η λ. <i>ἀλφηστὴς</i> να προήλθε από α΄ συνθ. <i>ἀλφι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλφι]], <i>ἄλφιτα</i>) και β΄ συνθ. το ρ. <i>έδω</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώγω]]»). Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, η λ. [[ἀλφηστής]] αρχικά [[πρέπει]] να σήμαινε «αυτόν που τρώει [[αλεύρι]]», δηλ. αυτόν που κερδίζει το καθημερινό του [[ψωμί]], την [[τροφή]] του, [[επομένως]] «τον εργατικό» και κατ’ [[επέκταση]] «τον δραστήριο, τον ριψοκίνδυνο, τον τολμηρό». Προβληματική όμως παραμένει η [[χρήση]] της λ. ως ονόματος ψαριού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφηστικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλφηστής:''' -οῦ, ὁ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ἀλφηστάων</i>· ([[ἀλφάνω]])· αυτός που εργάζεται για το καθημερινό [[ψωμί]] του, [[εργατικός]], [[δραστήριος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]] λέγεται για τους εμπόρους και τους ναυτικούς, στο ίδ.
}}
}}