3,277,055
edits
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκτέα]] και -ῆ, η (Α)<br />το [[φυτό]] Sambucus nigra (κοινώς [[αφροξυλιά]] ή [[κουφοξυλιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀκτέα]] [[είναι]] άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης<br />η κατάλ. -<i>έα</i> της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα [[φυτών]], όπως: [[ἰτέα]], [[πτελέα]]. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. [[ἀκτέος]]. Από τον ελληνικό όρο [[ἀκτέα]] προήλθε το λατιν. <i>acte</i>, [[καθώς]] και το αρχ. γερμαν. <i>atuh</i>, <i>at</i>(<i>t</i>)<i>ah</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄκτινος]]. | |mltxt=[[ἀκτέα]] και -ῆ, η (Α)<br />το [[φυτό]] Sambucus nigra (κοινώς [[αφροξυλιά]] ή [[κουφοξυλιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀκτέα]] [[είναι]] άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης<br />η κατάλ. -<i>έα</i> της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα [[φυτών]], όπως: [[ἰτέα]], [[πτελέα]]. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. [[ἀκτέος]]. Από τον ελληνικό όρο [[ἀκτέα]] προήλθε το λατιν. <i>acte</i>, [[καθώς]] και το αρχ. γερμαν. <i>atuh</i>, <i>at</i>(<i>t</i>)<i>ah</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄκτινος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκτέα:''' [[ἀκτῆ]], ἡ, [[σαμπούκος]], [[αφροξυλιά]], [[κουφοξυλιά]], σε Λουκ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |