Anonymous

ἀλωπέκειος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλωπέκειος]], -εία, -ειον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[αλεπού]] ή προέρχεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>- θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ειος</i>].
|mltxt=[[ἀλωπέκειος]], -εία, -ειον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[αλεπού]] ή προέρχεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>- θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ειος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλωπέκειος:''' -α, -ον, Ιων. -εος, <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[ἀλώπηξ]]), λέγεται για την [[αλεπού]]· [[ἀλωπεκέη]], Αττ. <i>-κῆ</i> (ενν. [[δορά]]), [[δέρμα]], [[γούνα]] αλεπούς, σε Ηρόδ., Πλούτ.
}}
}}