Anonymous

ἀμόργινος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμόργινος]], -ον (Α) [[ἀμοργίς]]<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[λινάρι]] της Αμοργού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀμόργινα</i><br />βαρύτιμα λεπτά ενδύματα ή λεπτά νήματα βαμμένα με [[πορφύρα]].
|mltxt=[[ἀμόργινος]], -ον (Α) [[ἀμοργίς]]<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[λινάρι]] της Αμοργού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀμόργινα</i><br />βαρύτιμα λεπτά ενδύματα ή λεπτά νήματα βαμμένα με [[πορφύρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμόργῐνος:''' -ον, φτιαγμένος από αμοργινό [[λινάρι]], σε Αριστοφ.
}}
}}