Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλώπηξ: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλώπηξ]] (-εκος), η (Α)<br /><b>1.</b> το ζώο [[αλεπού]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[πονηρός]], [[πανούργος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ιπτάμενου σκίουρου<br /><b>4.</b> [[είδος]] καρχαρία ή σκυλόψαρου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀλωπεκίας]])<br /><b>5.</b> η [[αρρώστια]] [[αλωπεκία]] (και στον πληθ.) <i>ἀλώπεκες</i>, φαλακρά μέρη του κεφαλιού<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι μυώνες της οσφυικής χώρας<br /><b>7.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο και [[είδος]] χορού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «μῆτιν [[ἀλώπηξ]]», [[είναι]] αληθινή [[αλεπού]] ως [[προς]] την [[πανουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αρχαίας Ελληνικής που [[κυρίως]] χρησιμοποιήθηκε ως [[ονομασία]] ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως [[χαρακτηρισμός]] του πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. [[ἀλώπηξ]] απαντούν</i> και σε άλλες γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρμεν. <i>atues</i> (γεν. -<i>esu</i>) «[[αλεπού]]», λιθ. <i>lape</i>, λετον. <i>lapsa</i>, αρχ. ινδ. <i>lop</i><i>ā</i><i>śa</i> «[[τσακάλι]]», μεσαιων. περσ. <i>r</i><i>ō</i><i>p</i><i>ā</i><i>s</i> «[[αλεπού]]» <b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. <i>volpes</i> «[[αλεπού]]», λιθουαν. <i>vilpišys</i> «[[άγριος]] [[γάτος]]». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως [[προς]] το [[τερματικό]] [[στοιχείο]] τών [[παραπάνω]] τ. οφείλονται [[είτε]] σε λεξιλογικές συνδέσεις [[είτε]] σε λόγους ευφημισμού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλωπεκία]], [[ἀλωπεκίας]], [[ἀλωπεκίασις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλωπέκειος]], [[ἀλωπεκιδεύς]], [[ἀλωπέκιον]], [[ἀλωπεκίς]], [[ἀλωπός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλωπεκίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλωπεκοειδής]], [[ἀλωπέκουρος]].
|mltxt=[[ἀλώπηξ]] (-εκος), η (Α)<br /><b>1.</b> το ζώο [[αλεπού]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[πονηρός]], [[πανούργος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ιπτάμενου σκίουρου<br /><b>4.</b> [[είδος]] καρχαρία ή σκυλόψαρου (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀλωπεκίας]])<br /><b>5.</b> η [[αρρώστια]] [[αλωπεκία]] (και στον πληθ.) <i>ἀλώπεκες</i>, φαλακρά μέρη του κεφαλιού<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι μυώνες της οσφυικής χώρας<br /><b>7.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο και [[είδος]] χορού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «μῆτιν [[ἀλώπηξ]]», [[είναι]] αληθινή [[αλεπού]] ως [[προς]] την [[πανουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αρχαίας Ελληνικής που [[κυρίως]] χρησιμοποιήθηκε ως [[ονομασία]] ενός ζώου δειλού και περιφρονημένου και μεταφορικά ως [[χαρακτηρισμός]] του πανούργου ανθρώπου. Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με τη λ. [[ἀλώπηξ]] απαντούν</i> και σε άλλες γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρμεν. <i>atues</i> (γεν. -<i>esu</i>) «[[αλεπού]]», λιθ. <i>lape</i>, λετον. <i>lapsa</i>, αρχ. ινδ. <i>lop</i><i>ā</i><i>śa</i> «[[τσακάλι]]», μεσαιων. περσ. <i>r</i><i>ō</i><i>p</i><i>ā</i><i>s</i> «[[αλεπού]]» <b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] και τους πιο απομακρυσμένους ετυμολογικά τ.: λατιν. <i>volpes</i> «[[αλεπού]]», λιθουαν. <i>vilpišys</i> «[[άγριος]] [[γάτος]]». Οι ποικιλίες που παρατηρούνται ως [[προς]] το [[τερματικό]] [[στοιχείο]] τών [[παραπάνω]] τ. οφείλονται [[είτε]] σε λεξιλογικές συνδέσεις [[είτε]] σε λόγους ευφημισμού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλωπεκία]], [[ἀλωπεκίας]], [[ἀλωπεκίασις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλωπέκειος]], [[ἀλωπεκιδεύς]], [[ἀλωπέκιον]], [[ἀλωπεκίς]], [[ἀλωπός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλωπεκίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀλωπεκοειδής]], [[ἀλωπέκουρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλώπηξ:''' [ᾰ], -εκος, ἡ, δοτ. πληθ. <i>ἀλωπήκεσσι</i>, η [[αλεπού]], σε Σόλωνα, σε Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}